- ευκαταμάχητος
- ος , ον уст. см. ευκατάβλητος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευκαταμάχητος — η, ο (ΑΜ εὐκαταμάχητος, ον) αυτός που καταβάλλεται εύκολα, που νικιέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα μάχομαι] … Dictionary of Greek