ευκαταμάχητος

ευκαταμάχητος
ος , ον уст. см. ευκατάβλητος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ευκαταμάχητος" в других словарях:

  • ευκαταμάχητος — η, ο (ΑΜ εὐκαταμάχητος, ον) αυτός που καταβάλλεται εύκολα, που νικιέται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα μάχομαι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»